Μετά από τόσους μήνες καραντίνας και έλλειψης κανονικότητας, σχεδόν όλες και όλοι μας έχουμε αρχίσει να ρετάρουμε. Έχουμε στερηθεί όλες ή τις περισσότερες διεξόδους ψυχαγωγίας, χαράς και δημιουργίας, όπως ταξίδια, εκδρομές, καφέδες, παρέες, τραπεζώματα, κλάμπινγκ, μαθήματα. Αναγκαζόμαστε εδώ και πολύ καιρό να ζούμε με πολύ περιορισμένη ανθρώπινη επαφή, ενώ πολλοί-ές από μας αντιμετωπίζουμε φόβο κυριολεκτικής οικονομικής επιβίωσης. Ταυτόχρονα, ζούμε μια αστυνομοκρατία και κρατική αυθαιρεσία άνευ προηγουμένου εκτός καιρού δικτατορίας. Κατά μία έννοια, είναι σαν να έχουμε πισωγυρίσει σε ηλικία 8 χρονών, όταν κάθε κίνησή μας και κάθε επιθυμία μας επιτηρούταν από αυστηρούς γονείς. Μόνο που τώρα οι «γονείς» μας εκτός από αυστηροί είναι και τελείως απρόβλεπτοι και ανάξιοι εμπιστοσύνης· μας ζητούν να είμαστε απόλυτα επιμελείς, απειλώντας μας με αυστηρές τιμωρίες, ενώ εκείνοι επιτρέπουν στον εαυτό τους ανεμελιά σε δάση και ούτε καν ζητούν συγγνώμη όταν πιάνονται στα πράσα – μόνο ενοχλούνται.
Παράλληλα, η κατάσταση με τον κορωνοϊό μας εμποδίζει να κάνουμε έστω και στοιχειώδη σχέδια. Δυσκολευόμαστε να προβάλλουμε τον εαυτό μας στο μέλλον γιατί το μέλλον μας έχει καταστεί τελείως αβέβαιο: πόσο θα διαρκέσει η καραντίνα; Τι θα γίνει αφού αρθεί; Σε ποιον βαθμό θα αρθεί; Θα πάμε στις δουλειές μας; Θα υπάρχουν οι δουλειές μας; Θα κυκλοφορούμε έξω σε δύο μήνες; Σε ποιον βαθμό; Άγνωστο!
Μέσα σ’ αυτό το φριχτό κλίμα που συνεχίζεται και θα συνεχιστεί κανείς δεν ξέρει πραγματικά για πόσο διάστημα, είναι απολύτως φυσιολογικό να αισθανόμαστε σκατά. Κι αυτό είναι εντάξει! Όμως, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η δικτατορία της ευεξίας. Δεν μας φτάνει που νιώθουμε σκατά, νιώθουμε και τύψεις που «δεν κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε την ψυχολογία μας». Έχουμε πήξει στα βιβλία αυτοβοήθειας, τα εμπνευστικά τσιτάτα, τα εξυπνακίστικα μιμίδια αλλά και τους φίλους να μας βομβαρδίζουν με καλοπροαίρετες αλλά ανόητες συμβουλές τύπου «στο μυαλό σου είναι», «δες τη θετική πλευρά», «όλα είναι θέμα ψυχολογίας».
Όχι! Σε μια εποχή που κάθε κανονικότητα έχει πάει περίπατο, που κάποιοι άνθρωποι κυριολεκτικά πεινάνε ή ετοιμάζονται να πεινάσουν ή εργάζονται χωρίς να πληρώνονται, που δεν μπορούμε να δούμε αγαπημένα πρόσωπα χωρίς να κινδυνεύουμε από υπέρογκα πρόστιμα ανάλογα με τα κόμπλεξ του κάθε αρχομανούς μπάτσου, που δεν μπορούμε να αγκαλιαστούμε, να φλερτάρουμε και να κάνουμε σεξ χωρίς τον φόβο του ιού, προφανώς και δικαιούμαστε να αισθανόμαστε σκατά.
Ένα από τα χειρότερα πράγματα για την ανθρώπινη ψυχολογία είναι όταν τα συναισθήματά μας ακυρώνονται, υποτιμούνται ή χλευάζονται. Όταν συμβαίνει αυτό το συναίσθημά μας δεν φεύγει, διαστρεβλώνεται, καταπιέζεται και μας αρρωσταίνει. Το να αποδεχόμαστε το ειλικρινές συναίσθημά μας («είμαι σκατά με την κωλοκατάσταση» και να εισπράττουμε αποδοχή για το πώς αισθανόμαστε («και καλά κάνεις, δώσε πόνο!») παραδόξως μας κάνει να αισθανθούμε καλύτερα
Έχουμε πήξει σε συμβουλές να ξεκινήσουμε νέα πρότζεκτ αυτοβελτίωσης, νέες γλώσσες, μαθήματα ονλάιν, εικονικές εκδρομές στο διαδίκτυο κτλ., ενώ το μόνο που μας βγαίνει αυτή την περίοδο είναι να θέλουμε να χωθούμε στον καναπέ μας και να βλέπουμε χαζοσειρές ή να παίζουμε πλέιστέσον.
Κι αυτό είναι απόλυτα εντάξει! Αν αφεθούμε (και μας αφήσουν) να νιώσουμε χάλια, χωρίς να ενοχοποιούμαστε επειδή δεν «σκεφτόμαστε θετικά» ή «δεν αξιοποιούμε τον χρόνο μας», θα νιώσουμε καλύτερα – ιδίως αν μπορούμε να το μοιραστούμε με κάποιον που μας καταλαβαίνει.
Μισό! Δεν υπάρχει κίνδυνος να αφεθούμε στο χάλια συναίσθημά μας και να πάθουμε κατάθλιψη; Ναι, υπάρχει. Το να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να νιώσει σκατά δεν σημαίνει ότι θα παραδοθούμε τελείως και θα παραιτηθούμε από τη ζωή. Κατάθλιψη παθαίνουν πολλοί άνθρωποι που είναι λειτουργικοί, πολυπράγμονες και παραγωγικοί μέχρι αηδίας (η δική μου περίπτωση). Η κατάθλιψη δεν έρχεται μόνο σε συσκευασία «κοιτάζω το ταβάνι επί τρία μερόνυχτα», παίρνει διάφορες ύπουλες μορφές. Μια πολύ συχνή αιτία της είναι η απομόνωση και η έλλειψη ανθρώπων που να καταλαβαίνουν τι περνάμε – ακριβώς δηλαδή η κατάσταση που ζούμε αυτή την περίοδο πολλές-οι από μας. Ναι στο να μας επιτρέπουμε να νιώθουμε χάλια, όχι στο να αφεθούμε στην απελπισία.
Η επικρατούσα φιλοσοφία της εποχής μας είναι η λατρεία της ατομικής θέλησης – κάτω τα πρέπει, ζήτω τα θέλω! Ταυτόχρονα, πρέπει με το στανιό να κυνηγάμε την ευεξία και τη θετικότητα, σαν να είναι κάποιο ιερό δισκοπότηρο που θα μας εγγυηθεί μια σούπερ τέλεια ζωή. Η πεποίθηση πως όλα εξαρτώνται από την ψυχολογία μας και είναι θέμα θετικής σκέψης είναι μια νέας κοπής θρησκευτική πίστη και εξίσου ανόητη και αναποτελεσματική, καθώς μας εγκλωβίζει σε μια κυκλική λογική σοφιστεία: είτε προσεύχομαι σ’ έναν θεό να εκπληρώσει μια διακαή επιθυμία μου (και όταν δεν την εκπληρώνει, φταίει το ότι δεν έχω προσευχηθεί αρκετά ή η πίστη μου δεν είναι αρκετά δυνατή) είτε περιμένω από τον εαυτό μου να πετύχω τα θέλω μου (και όταν δεν τα πετυχαίνω, φταίει ότι δεν το θέλω αρκετά ή δεν έχω προσπαθήσει αρκετά) είναι πάνω κάτω το ίδιο. Απλώς, στη θέση του θεού έχουμε βάλει τον εαυτό μας.
Οι άνθρωποι ποτέ δεν ζούμε σε ελεγχόμενες εργαστηριακές συνθήκες, με μόνη συνιστώσα τη δύναμη της βούλησής μας. Είμαστε –και πρέπει να είμαστε– διαπερατοί. Η κατάσταση που ζούμε μας επηρεάζει και έτσι πρέπει. Το να επιτρέπουμε στον εαυτό μας και στους άλλους να είμαστε χάλια και να γκρινιάζουμε γι’ αυτό θα μας βοηθήσει να νιώσουμε λίγο καλύτερα ή έστω μέτρια. Στην απαίσια, τρομαχτική, ατελείωτη κατάσταση που ζούμε παγκοσμίως το «λίγο καλύτερα» και το «μέτρια» είναι το νέο «καλά». Και πιθανώς είναι το μέγιστο που μπορούμε να καταφέρουμε. Καλή γκρίνια!