Η απομόνωση της καραντίνας επηρέασε τον καθένα και την καθεμιά μας με διαφορετικούς τρόπους. Ένα κοινό στοιχείο, ωστόσο, ήταν η ανάγκη μας να συνδεθούμε με αγαπημένους ανθρώπους που μας λείπουν. Μια φίλη έγραφε στο Facebook ότι το πρώτο πράγμα που έκανε όταν άρθηκαν οι περιορισμοί ήταν να πάει ν’ αγκαλιάσει τη μαμά της. Πολλοί άλλοι εξέφρασαν παρόμοια λαχτάρα να βρεθούν κοντά σε γονείς που τους έχουν λείψει. Για άλλους ανθρώπους, ωστόσο, το να μην μπορούν να δουν τη μάνα τους ή τον πατέρα τους ήταν η μεγαλύτερη ευλογία.
Για κάποιους ανθρώπους το να αγκαλιάσουν τη μητέρα τους ή τον πατέρα τους είναι το ίδιο με το να αγκαλιάσουν μια άγρια αρκούδα ή μια χωματερή. Όχι επειδή δεν θέλουν –κάθε άλλο− απλώς, οι γονείς τους ήταν ή παραμένουν επικίνδυνοι. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι τόσο λίγοι όσο πιστεύουμε, απλώς η φωνή τους δεν ακούγεται στον δημόσιο λόγο. Λίγοι άνθρωποι θα μιλήσουν ανοιχτά για την ψυχολογική βία που έχουν υποστεί ή ακόμη υφίστανται στα χέρια των γονιών τους, όχι μόνο επειδή είναι προσωπικά οδυνηρό αλλά, κυρίως, επειδή κανείς δεν θέλει να τους ακούσει. Το να πεις: «Αποφεύγω όσο μπορώ να δω τον πατέρα μου εδώ και οχτώ χρόνια» ή «Νιώθω τεράστια λύτρωση και ανακούφιση που επιτέλους πέθανε η μάνα μου» ξυπνά αυτόματα κοινωνικά αντανακλαστικά και μια ανελέητη ομοβροντία από «καλοπροαίρετες» νουθεσίες ή ακόμα και ξεκάθαρες κατηγορίες: «Μήπως υπερβάλλεις; Μάνα σου, είναι! Είσαι άκαρδη!».
Μια σημαντική διευκρίνιση: Όταν λέω «βλάβη» και «κακοποίηση», δεν αναφέρομαι απαραίτητα σε σεξουαλικούς βιασμούς, άγριο ξύλο κτλ. Η ψυχολογική βία συχνά είναι πιο ύπουλη και καταστροφική. Ψυχολογική κακοποίηση ασκεί ένας γονιός όταν μονίμως ακυρώνει ή υποτιμάει την προσωπικότητα του παιδιού, δεν σέβεται τις απόψεις του, υπονομεύει ή περιφρονεί τις επιθυμίες του, επιβάλλει εκβιαστικά τις δικές του απόψεις και επιθυμίες, φυλακίζει το παιδί στην αγκάλη της οικογένειας μέσω συναισθηματικών εκβιασμών («μόνο εσένα έχω», «χωρίς εσένα θα πεθάνω», «δεν λυπάσαι τη μάνα σου; Μ’ αυτά που κάνεις θα με πεθάνεις»). Παράλληλα με αυτές τις κακοποιητικές συμπεριφορές, ο γονιός μπορεί να εκφράζει πολλή αγάπη ή/και πρακτική φροντίδα προς το παιδί, όμως αυτό δεν αντισταθμίζει τις βλάβες της κακοποίησης.
Οι γονείς πάντα μα πάντα αθωώνονται στη συλλογική συνείδηση, ό,τι κι αν έχουν κάνει. Στο τέλος τα παιδιά νουθετούνται ή εκβιάζονται να «συγχωρέσουν» τον κακοποιητικό γονιό με μια σωρεία τυποποιημένων «επιχειρημάτων»: «έκανε ό,τι μπορούσε», «τόσα ήξερε», «γονιός σου είναι, θα το μετανιώσεις όταν θα πεθάνει», «ήταν αμόρφωτος», «το καλό σου θέλει», «από αγάπη έκανε ό,τι έκανε», «θα νιώσεις τύψεις που δεν του μιλάς όταν θα έχει πεθάνει» κτλ. Η περιβόητη Τέταρτη Εντολή («τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου»), όπως έχει καταδείξει περίτρανα η Άλις Μίλλερ, εξακολουθεί να διέπει όλο τον δημόσιο λόγο ακόμα και σε άτομα που δεν ασπάζονται άλλες χριστιανικές αξίες. Ακόμα και όσοι/ες έχουμε βιώσει γονεϊκή κακοποίηση, συχνά έχουμε την τάση να δικαιολογούμε τους γονείς άλλων ανθρώπων, όταν μας αναφέρουν το τι τραβάνε· δίνουμε ελαφρυντικά στους γονείς και έτσι ακυρώνουμε το βίωμα των κακοποιημένων παιδιών.
H βαθιά ριζωμένη άποψη της ελληνικής κοινωνίας ότι η οικογένεια είναι ό,τι πιο ιερό υπάρχει τοποθετεί τους γονείς στο απυρόβλητο· θεωρούνται αυταπόδεικτα καλοπροαίρετοι στα παιδιά τους και αξιωματικά καλύτεροι άνθρωποι απ’ όσους δεν έχουν κάνει παιδιά. Κατά συνέπεια, δύσκολα ένα παιδί μπορεί να πει «Όχι, ο δικός μου γονιός με κατέστρεψε! Γι’ αυτό τον έκανα πέρα!» χωρίς να εισπράξει αποτροπιασμό, περιφρόνηση ή κριτική από τον περίγυρό του;
Το γεγονός ότι η σχέση γονιού-παιδιού είναι μια σχέση ταύτισης περιπλέκει την κατάσταση: ως γονιός δυσκολεύομαι να δεχτώ ότι το παιδί μου μπορεί να είναι «κακός» άνθρωπος, γιατί αυτό αντανακλά πάνω μου. Παρομοίως, το να παραδεχτώ ότι ο γονιός μου μπορεί να είναι (και) κακός άνθρωπος είναι ανυπόφορο, γιατί φοβάμαι ότι μπορεί να έχω κληρονομήσει αυτή την «κακία». Η αποτυχία του ενός (γονιού ή παιδιού) σημαίνει αποτυχία και του άλλου (κι ας μην ισχύει πραγματικά). Ντρεπόμαστε εμείς για την κακή συμπεριφορά των γονιών μας, σαν να έχουμε κάνει εμείς κάποιο λάθος και γι’ αυτό η σχέση μας είναι προβληματική. Έχουμε βαθύτατη ανάγκη να θεωρούμε τους γονείς μας καλούς ανθρώπους και όχι βλαβερούς ή ακατάλληλους. Μόνο που αυτή η ανάγκη συχνά ικανοποιείται σε βάρος της ψυχικής μας υγείας.
Η συγχώρεση ως εκβιασμός
Συχνά ακούμε από διάφορους ότι το να συγχωρέσουμε τους γονείς μας είναι ωφέλιμο και υγιές για μας τους ίδιους. Η συγχώρεση προβάλλεται ως υπέρτατη, αυταπόδεικτη αξία, ένα μαγικό φίλτρο που αυτόματα μαλακώνει τον πόνο μας και αποκαθιστά την προβληματική σχέση.
Πράγματι, είναι πολύ ωφέλιμο για εμάς τους ίδιους να συγχωρέσουμε όποιον μας έχει βλάψει ή αδικήσει – ειδικά τους γονείς μας, οι οποίοι καταλαμβάνουν τεράστιο συναισθηματικό χώρο μέσα μας. Θα απεγκλωβιστούμε από πολλά αρνητικά συναισθήματα, αν το καταφέρουμε. Όμως η συγχώρεση προαπαιτεί δικαιοσύνη. Για να υπάρξει ειλικρινής συγχώρεση, με πραγματικά οφέλη, απαιτείται αυτός που μας έβλαψε ή μας αδίκησε να έχει μεταμεληθεί, να έχει αναγνωρίσει τη ζημιά που μας έκανε. Κι αν, τέλος πάντων, αυτό είναι ανέφικτο (εκείνος ο άνθρωπος δεν βρίσκεται πια στη ζωή ή δεν αναγνωρίζει τη βλάβη ή την αδικία που προκάλεσε), πρέπει τουλάχιστον να έχει πάψει να μας αδικεί ή να μας βλάπτει. Δεν εννοείται συγχώρεση, αν η βλάβη συνεχίζεται. Σε αυτή την περίπτωση, δεν πρόκειται για συγχώρεση αλλά για συναίνεση στην κακοποίηση. Αν ο γονιός εξακολουθεί να μας βλάπτει και αρνείται να το αναγνωρίσει, το να τον «συγχωρέσουμε» σημαίνει ότι συναινούμε σε αυτή τη βία και θυσιάζουμε τον εαυτό μας στον βωμό μιας ψεύτικά καλής σχέσης. Αυτό σίγουρα θα μας αρρωστήσει, αν δεν μας έχει αρρωστήσει ήδη.
Η συγχώρεση πολλές φορές περιορίζεται σε μια νοητική διεργασία (πρέπει να τους συγχωρέσω για να πάω μπροστά), με ελάχιστο αντίκρισμα στα συσσωρευμένα συναισθήματά μας. Κουκουλώνουμε το τι μας έχει συμβεί (ή εξακολουθεί να μας συμβαίνει) στο όνομα μιας αγαστής σχέσης, λόγω τύψεων και κοινωνικής πίεσης. Μόνο αν αποδεχτούμε την οργή μας και τον πόνο μας για τον βλαβερό γονιό μας και του αποδώσουμε την ευθύνη που του αντιστοιχεί, θα είμαστε σε θέση να δούμε και την άλλη πλευρά και να αναγνωρίσουμε και τα ενδεχόμενα καλά που μας έκανε. Η συγχώρεση είναι συναισθηματική διεργασία, όχι νοητική.
Παραμένει τεράστιο κοινωνικό ταμπού το να πούμε (ακόμα και στον εαυτό μας ) ότι οι γονείς μας είναι τόσο τοξικοί, που ακόμα και μια σύντομη επαφή μαζί τους είναι ψυχολογικά εξουθενωτική και μετά χρειαζόμαστε μέρες για να συνέλθουμε. Ποια είναι η λύση, λοιπόν; Να διακόψουμε κάθε επαφή; Μήπως είναι προτιμότερο να προσπαθήσουμε να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας και να βελτιώσουμε την επικοινωνία. Πράγματι, ποιος δεν θα ’θελε να έχει μια καλή, αλληλοστηριχτική σχέση με τους γονείς του; Όμως η επιθυμία για επικοινωνία δεν ισούται με επικοινωνία. Αν το να τα έχω καλά με τους γονείς μου σημαίνει να στραμπουλιέμαι μέσα μου, τότε αυτό δεν είναι συμφιλίωση/συγχώρεση, αλλά εσωτερικός βιασμός.
Το να βγάλουμε έναν κακοποιητικό γονιό από τη ζωή μας δεν είναι μαγική λύση. Ο πόνος δεν φεύγει − απλώς παύουμε να προσθέτουμε καινούργιο. Για να είμαστε εμείς καλά, χρειάζεται πρώτα να επεξεργαστούμε τα βουνά συναισθημάτων που έχουμε μαζέψει· κάπως να βγάλουμε από μέσα μας όλο τον πόνο, τον θυμό, τη στενοχώρια. Ύστερα, πιο καθαροί, μπορούμε να σκεφτούμε με μεγαλύτερη ενάργεια αν γίνεται ν’ αποκτήσουμε μια σχέση μη βίας με τους γονείς μας ή αν πρόκειται για μια πέρα για πέρα μη ρεαλιστική λαχτάρα.
Όσο κακό και να μας έκαναν ή μας κάνουν οι γονείς μας, εξακολουθούμε να τους αγαπάμε. Είναι αναπόφευκτο. Μέσα μας πάντα θα υπάρχει ένα μικρό παιδάκι που θα λαχταράει διακαώς να νιώσει την αποδοχή των γονιών του, ακόμα κι αν δεν την πήρε ποτέ, ακόμα κι αν ξέρει ότι ποτέ δεν θα την πάρει. Αυτό το παιδάκι χρειάζεται τη συνεχή κατανόησή μας· είναι εντάξει να έχουμε ανάγκη τους γονείς μας – τους γονείς που δεν είχαμε ποτέ. Είναι άδικο να μας κατηγορούμε επειδή τους έχουμε ανάγκη. Ταυτόχρονα, πρέπει να θυμίζουμε στον ενήλικο εαυτό μας ότι αποκλείεται να πάρουμε αυτή την αποδοχή. Αν δεν μας αγάπησαν και δεν μας σεβάστηκαν όταν ήμασταν μικρά και χαριτωμένα, είναι εξαιρετικά απίθανο να το κάνουν τώρα. Το να αποδεχτούμε ότι είμαστε ορφανοί αλλά με γονείς μπορεί να μας λυτρώσει.
ΥΓ.: Συγκινούμαι από τα σχόλια που μου έχουν στείλει διάφοροι άνθρωποι και θέλω να κλείσω με λίγες μαρτυρίες οδύνης και δύναμης:
«Υπάρχουν στιγμές που σχεδόν εύχομαι να είχα δεχτεί φυσική βία γιατί τότε θα ήταν διακριτός ο “εχθρός”».
«Ακόμα αναρωτιέμαι τι πετριά έφαγα τότε και μου ήρθε να φαντασιώνομαι ότι θα καταφέρναμε ωραίες οικογενειακές στιγμές… Πλέον θεωρώ ότι θα ήμουν σε πολύ καλύτερη θέση, αν τότε έκοβα κάθε σχέση μαζί της, δυστυχώς!»
«Για όσους μεγαλώσαμε “ορφανοί με γονείς” και το συνειδητοποιήσαμε εγκαίρως ήταν το μεγαλύτερο μάθημα ζωής. Καμία σχέση δεν είναι δεδομένη, δεν υπάρχουν καβάτζες να στηριχθείς, είσαι μόνος και ταυτόχρονα (και ακριβώς γι’ αυτό) τραγικά ελεύθερος».
Διαβάστε επίσης: