
Μη σε νοιάζει η γνώμη των άλλων και άλλες μπούρδες
Ακούμε και ξανακούμε ότι δεν πρέπει να μας νοιάζει η γνώμη των άλλων και να είμαστε ο εαυτός μας. Όμως υπάρχει ο εαυτός μας χωρίς τους άλλους;
Ακούμε και ξανακούμε ότι δεν πρέπει να μας νοιάζει η γνώμη των άλλων και να είμαστε ο εαυτός μας. Όμως υπάρχει ο εαυτός μας χωρίς τους άλλους;
Πώς αλλάζω τον εαυτό μου όταν δεν μου αρέσω; Βασικά, τι είναι εαυτός και τι είναι αλλαγή;
Αυτομαστιγωνόμαστε όταν δεν τα καταφέρνουμε ν’ αντιμετωπίσουμε μια δυσκολία, μια πρόκληση. Νιώθουμε ηττημένες/οι, σαν να έχουμε προδώσει τον εαυτό μας.
Όταν έχεις ζήσει για πολλά χρόνια σ’ ένα καθεστώς απειλής, είτε επειδή είσαι τρανς, γκέι ή μπάι είτε επειδή μες στο σπίτι σου υπήρχε κακοποίηση ή/και απαξίωση, ακόμα κι όταν καταφέρεις ν’ απεγκλωβιστείς από την απειλή, συχνά παραμένεις για καιρό μετά αδρανής κι ακινητοποιημένος, παθητικός δέκτης των καταστάσεων που σου φέρνει η ζωή.
Όλες οι υπάρχουσες επιστημονικές έρευνες καταλήγουν σε ένα απολύτως ξεκάθαρο πόρισμα: Τα παιδιά δεν παθαίνουν καμία μα καμία ζημιά και δεν έχουν καθόλου περισσότερες πιθανότητες να βγουν γκέι τα ίδια αν έχουν λοατκι γονείς.
Μια ακόμα πιο επικίνδυνη και ύπουλη απειλή για τις συντροφικές σχέσεις από το εξωσυντροφικό σεξ ή μια παράλληλη σχέση είναι τα παιδιά, επειδή μάλιστα δεν αναγνωρίζονται ως απειλή.
Το ότι όλες και όλοι εσωτερικεύουμε την ομοφοβία όχι μόνο είναι αναπόφευκτό αλλά λειτουργεί και ως άμυνα, δηλαδή ως μια διαδικασία αυτοπροστασίας.
Είναι αδύνατο να αντέχαμε για πολλές μέρες χωρίς φαγητό και νερό – πολύ απλά, ο οργανισμός μας θα κλάταρε και κάποια στιγμή θα επερχόταν ο
Σε μια υγιή, καλή συντροφική σχέση πρέπει να θεωρούμε τον σύντροφό μας δεδομένο, όπως κι εκείνος εμάς. Μ’ ένα μεγάλο «αλλά».
Είναι σαν να έχουμε πισωγυρίσει σε ηλικία 8 χρονών, όταν κάθε κίνησή μας και επιθυμία επιτηρούταν από αυστηρούς γονείς. Δικαιούμαστε να νιώθουμε χάλια ή πρέπει με το στανιό να κυνηγάμε την ευεξία και τη θετική σκέψη;
Για κάποιους ανθρώπους το να μην μπορούν να δουν τους γονείς τους είναι μεγάλη απώλεια. Για πολλούς άλλους, απεναντίας, είναι η μεγαλύτερη ευλογία.
Γιατί τόσοι πολλοί αισθανόμαστε μια γενικότερη ματαίωση αυτόν τον καιρό, μια ασαφή δυσθυμία, ακόμα και δεν περνάμε τόσο άσχημα στις τωρινές συνθήκες καραντίνας.
Αν ισχύει η πιπίλα ότι «οι γονείς μας έκαναν ό,τι μπορούσαν», τότε ας ισχύει αμφίδρομα: κι εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε. Μέσα σ’ αυτό το «μπορώ», πόσο δίκαιο είναι να απαιτούμε από τον εαυτό μας να ξεπεράσει τον πόνο και τον θυμό λες και δίνουμε εξετάσεις καλής διαγωγής;
Πώς κατοικώ μέσα στο σώμα μου; Μήπως η σχέση με το σώμα μου είναι μια σχέση εχθροπραξιών, αστυνόμευσης και βίας; Μήπως τελικά το σώμα μου δεν μου ανήκει;
Είναι φυσιολογικό που φοβάμαι την πανδημία του κορωνοϊού; Μήπως υπερβάλλω; Μήπως θα έπρεπε να φοβάμαι περισσότερο; Μπορώ να κάνω κάτι για τον φόβο μου;
Η σχεδόν θρησκευτική λατρεία της μητρότητας αποδεικνύεται εξουθενωτικό βάρος όχι μόνο για τα παιδιά αλλά και για τις μητέρες, οι οποίες νιώθουν πίεση να σταθούν στο ύψος μιας άπιαστης τελειότητας.
Πιο τραγικό από το να έχουμε μια μαμά που μας αδίκησε ή μας έβλαψε είναι το να μην μπορούμε να το πούμε πουθενά και να λάβουμε λίγη κατανόηση. Δυο φορές μόνοι/ες.
Μεγαλώνουμε με τον τραγικό μύθο ότι η ομοφυλοφιλία είναι επιλογή μας. Η ομοφυλοφιλία σαν καπρίτσιο. Δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω και «αποφάσισα» να γίνω γκέι, έτσι μωρέ, για να περάσω χάλια παιδικά χρόνια και ν’ απολαύσω την απόρριψη της κοινωνίας.