Πώς κάνουμε σεξ οι άνθρωποι; Όταν μου σηκώνεται σημαίνει ότι θέλω σεξ; Μπορεί να θέλω σεξ χωρίς να μου σηκώνεται; Δεν υγραίνομαι παρότι έχω όρεξη για σεξ, μήπως αυτό δείχνει ότι κατά βάθος δεν θέλω; Αρκούν οι καύλες για να κάνουμε σεξ; Είναι απαραίτητες;
Οι ερωτήσεις αυτές μπορεί να μοιάζουν ανόητες ή αυτονόητες σε κάποιους, όμως οι απαντήσεις τους δεν είναι καθόλου δεδομένες. Καθώς το σεξ στον άνθρωπο δεν είναι ένστικτο αλλά κάτι που μαθαίνουμε (συχνά λάθος), ο τρόπος που βιώνουμε και προσεγγίζουμε τη σεξουαλική συνεύρεση ποικίλει ανάλογα με την έμφυλη κοινωνική μας εκπαίδευση.
Ο τρόπος που οι άνθρωποι ξεκινάμε και εκτελούμε μια σεξουαλική πράξη μελετήθηκε για πρώτη φορά από τους Masters & Johnson τη δεκαετία του 1960, οι οποίοι πρότειναν ένα γραμμικό μοντέλο με βάση τις πρωτοποριακές για την εποχή τους εργαστηριακές παρατηρήσεις τους. Το μοντέλο αυτό αμφισβητήθηκε και εμπλουτίστηκε από άλλους επιστήμονες αργότερα, διότι κρίθηκε υπερβολικά απλουστευτικό και επιστημονικά προβληματικό, ειδικά όσον αφορά τη γυναικεία σεξουαλικότητα.
Αυτό το μοντέλο αναπαρήγαγε μια πεποίθηση που επικρατούσε ήδη από τις αρχές της μελέτης της σεξουαλικής συμπεριφοράς στα τέλη του 19ο αιώνα, το οποίο επικρατεί ακόμη: ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια φυσική σεξουαλική ορμή, η οποία αποτελεί και το έναυσμα για την ερωτική πράξη. Αυτή η ορμή παρομοιαζόταν με τη σωματική ορμή να αναπνέουμε, να τρώμε και να κοιμόμαστε. Αφετηρία κάθε σεξουαλικής πράξης θεωρούταν πως ήταν η διέγερση. Όμως αυτή η αντίληψη της ανθρώπινης σεξουαλικότητας απέχει πολύ από το πώς βιώνουμε οι άνθρωποι το σεξ στην πραγματικότητα.
Σεξουαλική ανταπόκριση: τι είναι αυτό;
Με τον όρο σεξουαλική ανταπόκριση (sexual response) εννοούμε το πώς λειτουργούμε σεξουαλικά. Αφορά το πώς αντιδρούμε σε σεξουαλικά ερεθίσματα και πώς προβαίνουμε σε σεξουαλικές πράξεις. Όλες και όλοι ακολουθούμε ένα μοντέλο σεξουαλικής ανταπόκρισης, είτε το ξέρουμε είτε όχι. Το πρόβλημα είναι ότι πολλές φορές ο τρόπος που βιώνουμε τη δική μας σεξουαλικότητα δεν συμβαδίζει με το μοντέλο που έχουμε διδαχτεί ως φυσιολογική σεξουαλικότητα, με αποτέλεσμα να ανησυχούμε ότι κάτι τρέχει μ’ εμάς.
Χρειάστηκε να έρθει άλλη μελετήτρια την επόμενη δεκαετία για να προσθέσει μια ακόμη παράμετρο: την επιθυμία, την οποία οι Μάστερς & Τζόνσον είχαν παραλείψει επειδή δεν ήταν εύκολα μετρήσιμη.
Όμως και πάλι, η ερωτική επιθυμία δεν φαινόταν να εξηγεί επαρκώς το τι συμβαίνει πριν και κατά τη σεξουαλική πράξη· εξάλλου, ήταν η επιθυμία πάντοτε η αφετηρία; Την επόμενη δεκαετία, η Λούλαν θεώρησε ότι τα γραμμικά μοντέλα δεν ανταποκρίνονται στο πώς βιώνουμε πραγματικά το σεξ, ειδικά οι γυναίκες. Έτσι λοιπόν, πρόσθεσε την παράμετρο της προθυμίας −πόσο πρόθυμες/οι είμαστε για σεξ− κυρίως, όμως, αποσύνδεσε τον οργασμό ως τελικό προορισμό και αυτοσκοπό της συνεύρεσης. Η ηδονή ή ο τερματισμός της συνεύρεσης μπορούν να προκύψουν καθ’ οποιοδήποτε στάδιο και επηρεάζονται από πολλές παραμέτρους: την προθυμία μας για σεξ, το πόσο ισχυρή ερωτική επιθυμία έχουμε, την ερωτική έξαψη, την αιμάτωση των οργάνων μας και, τέλος, τον οργασμό.
Άλλο ερωτική διέγερση, άλλο ερωτική επιθυμία
Ένα παράδοξο που αδυνατούσαν να εξηγήσουν τα γραμμικά μοντέλα σεξουαλικής ανταπόκρισης ήταν το πώς είναι δυνατό να υπάρχει σεξουαλική επιθυμία χωρίς αντίστοιχη σεξουαλική διέγερση, αλλά και σεξουαλική διέγερση χωρίς να υπάρχει αμιγής, αυτόνομη σεξουαλική επιθυμία. Πιο απλά, πώς γίνεται να θέλω σεξ αλλά τα γεννητικά μου όργανα να μην παίρνουν μπρος (απουσία αιμάτωσης/ύγρανσης) ή πάλι, πώς γίνεται τα όργανά μου να είναι ερεθισμένα, ενώ δεν θέλω σεξ (ενδεχομένως, μάλιστα, να νιώθω αποστροφή).
Σύμφωνα με έρευνες, πολλοί άντρες και γυναίκες επιβεβαιώνουν ότι στην αρχή της σεξουαλικής δραστηριότητας δεν νιώθουν ερωτική επιθυμία· επίσης, και άντρες και γυναίκες δυσκολεύονται να διακρίνουν την επιθυμία από τη διέγερση, αναφέροντας ότι τυχόν ερωτικά ερεθίσματα πυροδοτούν και την επιθυμία και τη διέγερση ταυτόχρονα. Αυτή η φαινομενική παραδοξότητα είναι πολύ συχνό και φυσιολογικό φαινόμενο, γιατί η ερωτική διέγερση και η ερωτική επιθυμία δεν είναι ταυτόσημες έννοιες, παρά τα όσα έχουμε διδαχτεί: στύση/ύγρανση = ερωτική επιθυμία, απουσία στύσης/ύγρανσης = απουσία επιθυμίας.
Η ιδέα ότι η ερωτική επιθυμία είναι ένα ένστικτο, μια εσωτερική, φυσική ορμή που ξεπηδά αυθόρμητα και αυτόνομα απέχει πολύ από την πραγματικότητα για πολλούς άντρες και ακόμα περισσότερες γυναίκες. Για πολλούς ανθρώπους, η ερωτική επιθυμία δεν είναι αποκλειστικά αυτόνομη (προϊόν εσωτερικής διεργασίας) αλλά ανταποκριτική, δηλαδή επηρεάζεται από πληθώρα παραγόντων, εσωτερικών και εξωτερικών. Η Μπάσσον κατάρτισε ένα διαφορετικό σχεδιάγραμμα της σεξουαλικής ανταπόκρισης του ανθρώπου, το οποίο λαμβάνει υπόψη τις πολυάριθμες παραμέτρους που επηρεάζουν το πώς και πότε προκύπτει ερωτική επιθυμία.
Αξιολογούμε τα εσωτερικά και εξωτερικά ερωτικά ερεθίσματα γνωσιακά, ανάλογα με πολλές παραμέτρους, χωρίς κάποια σταθερή ιεράρχηση:
- τι ερεθίσματα είναι (π.χ. ερωτικές εικόνες, φλερτ);
- πόση προσοχή στρέφουμε σε αυτά; τα υποτιμούμε;
- τι προσδοκίες έχουμε από τη σεξουαλική πράξη, τόσο σεξουαλικές (π.χ. σωματική ηδονή, άγγιγμα) όσο και μη σεξουαλικές (π.χ. πλησίασμα, τρυφερότητα, συναισθηματική σύνδεση, ευεξία);
- υπάρχει διέγερση των γεννητικών οργάνων από το αυτόνομο νευρικό σύστημα και το παίρνουμε χαμπάρι, π.χ. μια απρόσκλητη στύση που γίνεται από μόνη της ενισχυτικό ερέθισμα για την επιθυμία για σεξ;
- λογοκρίνουμε τη διέγερσή μας επειδή η σεξουαλική πράξη στο συγκεκριμένο πλαίσιο είναι αδύνατη, προβληματική ή επικίνδυνη;
- πώς αισθανόμαστε για τον εαυτό μας, το σεξ, τον ερωτικό σύντροφο, το σώμα μας ή τα γεννητικά μας όργανα; αγχωνόμαστε για την αυτοεικόνα μας ή τις επιδόσεις μας;
- πώς μας επηρεάζουν οι προηγούμενες σεξουαλικές εμπειρίες μας, μας έχουν απογοητεύσει ή τραυματίσει ή, αντίθετα, ήταν θετικές, κινητοποιώντας μας να τις επαναλάβουμε;
Όλα τα παραπάνω επηρεάζουν το αν θα υπάρξει ερωτική επιθυμία και πώς (αν) θα τη βιώσουμε. Παράλληλα, διάφοροι ψυχολογικοί και βιολογικοί παράγοντες επηρεάζουν το πώς ο εγκέφαλός μας αξιολογεί τα σεξουαλικά ερεθίσματα. Π.χ., η σωματική ή ψυχική κούραση, το άγχος, προβλήματα υγείας, το περιβάλλον μας, η αίσθηση κινδύνου ή ασφάλειας είναι καταλυτικοί παράγοντες για το αν θα νιώσουμε επιθυμία ή/και διέγερση αλλά και αν θα πράξουμε με βάση αυτές. Επίσης, η σεξουαλική και μη σεξουαλική έκβαση της συνεύρεσης θα επηρεάσει την παρούσα αλλά και τη μελλοντική κινητοποίησή μας για σεξ.
Το να θεωρούμε την ερωτική επιθυμία αυτόνομη, εσωτερική ορμή και απαραίτητη αφετηρία της σεξουαλικής πράξης μοιάζει λογικό αλλά δεν είναι. Αντιθέτως, μια τέτοια πεποίθηση κάνει πολλούς από μας, ειδικά τις γυναίκες, να νιώθουμε σεξουαλικά προβληματικοί, καθώς η ερωτική επιθυμία μας δεν είναι αυτόνομη αλλά ανταποκριτική.
Περισσότερα για το πώς οι άντρες και οι γυναίκες βιώνουμε συχνά (αλλά όχι πάντα) διαφορετικά τα ερωτικά ερεθίσματα, αλλά και το διπλό σύστημα ερωτικών φρένων και γκαζιών που έχουμε όλοι σε επόμενο άρθρο.
Βιβλιογραφία
- Basson, Rosemary Human Sexual Response, Handbook of Clinical Neurology, Vol. 130 (3rd series) Neurology of Sexual and Bladder Disorders D.B. Vodušek and F. Boller, Editors 2015 Elsevier
- Brotto LA, Heiman JR, Tolman DL (2009). Narratives of desire in mid-age women with and without arousal difficulties. J Sex Res 46: 387–398.
- Janssen E, McBride K, Yarber W et al. (2008). Factors that influence sexual arousal in men: a focus group study. Arch Sex Behav 37: 252–265.
- Sidi H, Naing L, Midin M et al. (2008). The female response cycle: Do Malaysian women conform to the circular model? J Sex Med 5: 2359–2366.
- Leonore Tiefer Ph.D. (1991) Historical, Scientific, Clinical and Feminist Criticisms of “The Human Sexual Response Cycle” Model, Annual Review of Sex Research, 2:1, 1-23
- Vannier SA, O’Sullivan LF (2010). Sex without desire: characteristics of occasions of sexual compliance in young adults’ committed relationships. J Sex Res 47: 429–439.