Η παντοδυναμία του εαυτού

Τι σημαίνει «είμαι καλά» και πόσο υπεύθυνος είμαι ο ίδιος για τη ζωή μου;
Άλλα άρθρα

«Η μοίρα μας δεν είναι τελείως στο χέρι μας. Καταλαβαίνω ότι δεν σου αρέσει αυτή η ιδέα, αλλά υπάρχει κι ένα υπέρ: δεν ευθυνόμαστε εμείς εκατό τοις εκατό για τη μοίρα μας. Ούτε και φταίμε, αν καταλήξουμε κάπου άσχημα». Λάιονελ Σράιβερ, Should We Stay Or Should We Go

“We’re gonna make it, Give us any chance we’ll take it, Read us any rule we’ll break it,
We’re gonna make our dreams come true. Doing it our way, Nothing’s gonna turn us back now, Straight ahead and on the track now, We’re gonna make our dreams come true, Doing it our way, There is nothing we won’t try, Never heard the word impossible, This time there’s no stopping us, We’re gonna make it.” Laverne & Shirley jingle (1976-1983)

Γιατί έρχεται ένα άτομο για ψυχοθεραπεία; Σχεδόν πάντα, για ν’ αλλάξει (ή τουλάχιστον να διαχειριστεί) κάτι που δεν πάει καλά. Αυτό το «μη καλά» πολύ συχνά είναι κάτι μέσα στο ίδιο το άτομο ή στο περιβάλλον του. Όπως το έχει θέσει ο Ρότζερς στις θεραπευτικές συνθήκες της προσωποκεντρικής προσέγγισης, το άτομο χρειάζεται ν’ αναγνωρίσει ότι βρίσκεται σε ασυμφωνία με τον εαυτό του κι ότι η εσωτερική ένταση και ταραχή του οφείλεται σε αυτή την ασυμφωνία. Αυτή ακριβώς η εσωτερική αναταραχή και σύγχυση οδηγεί τους ανθρώπους να αναζητήσουν ψυχοθεραπεία και μια λύση σε αυτό που τους κατατρύχει. Με απλά λόγια, το άτομο θέλει να νιώθει καλά. Τι σημαίνει, όμως, αυτό το «καλά»; Πόσο καλά μπορεί να είναι ένας άνθρωπος ως άτομο, όταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται και ζει δεν είναι καλά;

Ως ψυχοθεραπεύτριες γνωρίζουμε πόσο παρεμποδιστικό είναι όταν ένας θεραπευόμενος αποδίδει τα προβλήματά του σε κάτι έξω από τον ίδιο: φταίνε οι γονείς, ο σύντροφος, το αφεντικό, τα γονίδια, η κοινωνία, το ζώδιο… Όταν ο θεραπευόμενος είναι πεισμένος ότι είναι παθητικός αποδέκτης εξωτερικών επιβλαβών επιδράσεων χωρίς ν’ αναγνωρίζει τη δική του υποκειμενικότητα και το πώς αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τα εξωτερικά (και εσωτερικά) γεγονότα, είναι δύσκολο να προχωρήσουμε ψυχοθεραπευτικά, καθώς θα συνεχίσει να αποδίδει όλα του τα προβλήματα σε εξωγενή αίτια και άρα ν’ αναζητά εξωτερικές λύσεις. Ωστόσο, τέτοια άτομα σπάνια διαβαίνουν το κατώφλι μου πια. Απείρως συχνότερο είναι να έχω θεραπευόμενες, οι οποίες έχουν αποδεχτεί ότι είναι οι δικές τους εσωτερικές διεργασίες, τα συναισθήματά τους και η δική τους υποκειμενική αντίληψη που είναι προβληματικά και χρειάζεται ν’ αλλάξουν. «Το πρόβλημα δεν είναι οι άλλοι, αλλά εγώ!» «Εγώ χρειάζεται ν’ αλλάξω τον τρόπο που βλέπω την κατάσταση, γιατί δεν μπορώ να περιμένω απ’ την κατάσταση ν’ αλλάξει». «Δεν αλλάζεις τους άλλους, αλλάζεις τον εαυτό σου». «Πρέπει ν’ αρχίσω να βλέπω αλλιώς το κακό που μου συνέβη για να μπορέσω να είμαι καλά»: σταχυολογώ κάποιες από τις πηγαία ειλικρινείς δηλώσεις θεραπευόμενών μου, που έχουν πιάσει το νόημα της υποκειμενικότητας του βιώματος και της ανάληψης της προσωπικής ευθύνης· χωρίς αυτές τις δύο αναγκαίες αλλά όχι ικανές προϋποθέσεις, δύσκολα ευοδώνεται η θεραπευτική διαδικασία.

Έτσι λοιπόν, συχνά ακούω θεραπευόμενους να κατηγορούν με μένος τον εαυτό τους ότι φταίει η δική τους προβληματική ματιά ή το ότι οι ίδιοι δεν έχουν δουλέψει αρκετά σκληρά στην ψυχοθεραπεία τους ώστε να δουν τις πολυπόθητες αλλαγές, ότι πρέπει οι ίδιοι να μάθουν να διαχειρίζονται καλύτερα κάποιες φριχτές καταστάσεις, οι οποίες είναι απίθανο ν’ αλλάξουν. Αυτή η νοοτροπία από τη μία έχει κάτι το πολύ θετικό: το άτομο αναγνωρίζει σε κάποιο βαθμό ότι κανένα γεγονός δεν περιέχει το νόημά του αντικειμενικά αλλά αποκτά το όποιο θετικό, αρνητικό ή ουδέτερο περιεχόμενό του με βάση το πώς το αντιλαμβανόμαστε ο καθένας μας μέσα από τα λόγια που μας λέμε στον εαυτό μας. Όπως το είχε θέσει ο Επίκτητος: «Ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα». Λόγου χάρη, αν με τσιμπήσει ένα έντομο, το αν αυτό θα το βιώσω αρνητικά, θετικά ή και καθόλου εξαρτάται από τα λόγια που θα μου πω· αν δεν μου πω τίποτα, είναι σαν μη μ’ έχει τσιμπήσει καν (πρβλ. όταν κάποιος μας ρωτάει «πού χτύπησες εδώ;» δείχνοντάς μας μια μελανιά που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαμε αντιληφθεί· μέχρι να μας επιστήσει (με λόγια) την προσοχή μας σε αυτή, είναι σαν να μην είχαμε χτυπήσει – δεν είχαμε βιώσει κανένα χτύπημα). Όπως εξηγεί ο καθηγητής φιλοσοφίας και ψυχολογίας και ιδρυτής της φαινομενολογικής προσέγγισης της Ελευθεροπαιδείας Daniel Le Bon: «Συχνά νομίζουμε ότι λέμε αυτό που σκεφτόμαστε, ενώ στην πραγματικότητα σκεφτόμαστε αυτό που λέμε, στον βαθμό που το λέμε (στους άλλους ή στον εαυτό μας). Μπορούμε λοιπόν να βιώσουμε το γεγονός με διάφορους τρόπους και τελικά είναι αυτοί οι τρόποι που καθιστούν το γεγονός “δικό μας”». Ή πιο μεταφορικά, δεν είναι ο χάρτης σχεδιασμένος με βάση το έδαφος μπροστά μας, αλλά το έδαφος μπροστά μας σχηματίζεται συνεχώς με βάση τον δικό μας εσωτερικό χάρτη.

Η ανάληψη της ευθύνης των συναισθημάτων μας και κατ’ επέκταση της ύπαρξής μας είναι μια σχετικά πρόσφατη κατάκτηση της ανθρωπότητας. Σε παλαιότερες εποχές, οι άνθρωποι πίστευαν ότι η ζωή τούς συμβαίνει κι οι ίδιοι δεν είναι παρά παθητικοί αποδέκτες εξωτερικών δυνάμεων – της βούλησης του Θεού, των δαιμόνων, της φύσης, των χυμών του οργανισμού κ.ο.κ. Ο κόσμος υπήρχε κι οι ίδιοι τον υφίσταντο παθητικά. Αυτή η κοσμοθεωρία άρχισε ν’ αλλάζει ήδη στην Αναγέννηση, όταν ο άνθρωπος άρχισε να γίνεται αντιληπτός ως ον που στοχάζεται και πράττει ελεύθερα. Όπως το έθεσε ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ: «Η ανεξαρτησία του ατόμου είναι αυτονόητα απόλυτη. Το άτομο είναι κύριος του εαυτού του, του σώματός του και του νου του».

Η αναγνώριση της υποκειμενικότητάς μας είναι αδιαμφισβήτητα χρήσιμη, ειδικά στις φαινομενολογικές προσεγγίσεις. Στο κάτω κάτω, δεν είναι δική μου ευθύνη να δω εγώ τι κάνω με τα βιώματά μου; Δεν είμαι υπεύθυνος αν όχι για το τι ζω αλλά για το πώς το ζω; Και σε τελική ανάλυση, δεν είναι στο χέρι μου να το δω αλλιώς; Σε ακριβώς αυτό το σημείο ισχυρίζομαι ότι ελλοχεύει ένας τεράστιος κίνδυνος.

Πολιτισμικά, έχουμε πειστεί ότι εξαρτάται απολύτως από εμάς τις ίδιες το πώς βλέπουμε τα πράγματα· ότι όλα είναι θέμα προσωπικής βούλησης και ατομικής ευθύνης: αν εγώ το θελήσω, τότε θα μπορέσω να πετύχω ό,τι επιθυμώ – είτε μιλάμε για πρακτικά και υλικά επιτεύγματα είτε μιλάμε για στόχους στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Κι αφού εξαρτάται από εμάς πώς βλέπουμε και βιώνουμε τα γεγονότα και τις καταστάσεις, ευθυνόμαστε εμείς όχι μόνο για τη βίωσή τους αλλά και για την επίτευξή τους – το αν θα πετύχουμε ή θ’ αποτύχουμε είναι αποκλειστικά δικό μας φταίξιμο. Αυτή η συλλογιστική έχει ονομαστεί «ευθυνοποίηση», ένα νεοφιλελεύθερο κοσμοείδωλο σύμφωνα με το οποίο διάφορες πτυχές του ανθρώπινου βίου (δραστηριότητες, κίνδυνοι, υποχρεώσεις) θεωρούνται ευθύνη του κάθε μεμονωμένου ατόμου αντί της κοινωνίας ως συνόλου. Σύμφωνα με την ευθυνοποίηση, το βάρος της διαχείρισης της ζωής πέφτει στο κάθε άτομο ξεχωριστά, το οποίο ευθύνεται για τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του αποκλειστικά το ίδιο, χωρίς να συνυπολογίζεται στην εξίσωση το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό αλλά και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει και δρα (ή εμποδίζεται να ζήσει και να δράσει). Ο Νίκολας Ρόουζ στο επιδραστικό πόνημά του Governing the Soul, επιχειρηματολογεί ότι οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε πλέον τον εαυτό μας ως πρότζεκτ, το οποίο καλούμαστε να φέρουμε σε πέρας με επιτυχία. Ο εαυτός μας εννοιολογείται ως κάτι που διαμορφώνουμε ο καθένας μας ως μεμονωμένο άτομο, έχοντας την αποκλειστική ευθύνη για την ευεξία μας, την υγεία μας, τις αρρώστιες μας, τον πλούτο ή τη φτώχεια μας, τις αποτυχίες μας, την ευτυχία μας.

Η ευθυνοποίηση έχει μια θετική πλευρά: εξυψώνοντας την δική μας υποκειμενικότητα (και την απορρέουσα ανάληψη της ευθύνης του εαυτού μας), ενδυναμωνόμαστε και αυτοβελτιωνόμαστε μέσα από τις δικές μας ατομικές προσπάθειες. Ταυτόχρονα, έχει μια άδικη, ατελέσφορη και καταστροφική πλευρά: ανάγοντας ως μοναδική παράμετρο τον ατομικό εαυτό και την υποκειμενικότητα παραβλέπει, συχνά σε γελοίο βαθμό, τις ευρύτερες συνθήκες μέσα στις οποίες το κάθε άτομο δύναται να ασκήσει την υποκειμενικότητά του, αγνοώντας αυτό που ο υπαρξισμός ονομάζει γεγονότητα και ερριμενότητα.

Όπως έχουν καταδείξει οι υπαρξιστές φιλόσοφοι, σε αυτή τη ζωή δεν είμαστε μόνο δρώντα υποκείμενα. Το πού γεννηθήκαμε, σε ποια χώρα, πόλη, γειτονιά, από ποιους γονείς (πλούσιους, αρτιμελείς, απόντες, κακοποιητικούς, στοργικούς, καταθλιπτικούς κ.ο.κ.), σε ποια ιστορική περίοδο, σε τι κλιματικές συνθήκες, σε ποιο πολίτευμα, σε ποιο φύλο, σε ποιο σώμα, με ποιον σεξουαλικό προσανατολισμό κ.ο.κ., δημιουργούν ένα αναγκαστικό, αναπόδραστο πλαίσιο, το οποίο όχι μόνο δεν ελέγχουμε αλλά συχνά περιορίζει από λίγο έως ολοκληρωτικά την ευνοϊκή ανάπτυξη του εαυτού και τα περιθώρια δράσης μας – η γεγονότητά μας. Όπως ένα τραπέζι που μπορώ να το κλωτσήσω ή να το σπάσω κι εκείνο δεν μπορεί ν’ αντισταθεί αλλά μονάχα παθαίνει, δηλαδή υφίσταται τις εξωτερικές δράσεις, έτσι κι εμείς ως άνθρωποι σε πολλές καθημερινές καταστάσεις του βίου μας, είμαστε αντικείμενα – παθαίνουμε, υφιστάμεθα τις εξωγενείς δράσεις και επιδράσεις του περιβάλλοντός μας. Αυτή η συνειδητοποίηση μας τρελαίνει, γιατί αντίκειται στη νέα άτυπη θρησκεία της εποχής μας, τη θεοποίηση της υποκειμενικότητας και της ελεύθερης βούλησης. «Τι εννοείς ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό που μου γίνεται;» αντιδρούμε με αγανάκτηση. Όσο κι αν δεν μας αρέσει, κάποιες φορές, περισσότερες απ’ ό,τι θέλουμε να παραδεχτούμε, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτά που μας συμβαίνουν. Ή σχεδόν τίποτα. Κι εδώ υπεισέρχεται η υπέρβαση, δηλαδή η δυνατότητα να υπερβούμε τη γεγονότητά μας, να δράσουμε ως υποκείμενα, να διαπραγματευτούμε τη γεγονότητα της ζωής μας και ν’ αλλάξουμε κάποια πράγματα, όπως διδάσκει ο υπαρξισμός.

Ωστόσο, όπως κατέδειξε η Σιμόν ντε Μποβουάρ στην Ηθική της αμφισημίας, το αναπόδραστο γεγονός ότι είμαστε ταυτόχρονα και υποκείμενα και αντικείμενα –πάντοτε εγκλωβισμένες στην άβολη, οδυνηρή κόψη του ξυραφιού– μας προκαλεί υπαρξιακή αγωνία και γι’ αυτό τείνουμε να «επιλέγουμε» να ζούμε τη ζωή μας αποκλειστικά ως παθητικοί δέκτες του περιβάλλοντός μας (αντικείμενα) ή ως ενεργητικοί διαμορφωτές κάθε πτυχής του εαυτού μας και του βίου μας (υποκείμενα). Κανένα από τα δύο, όμως, δεν ανταποκρίνεται στην πολύπλοκη βιωμένη πραγματικότητά μας κι έτσι βρισκόμαστε σε μια μόνιμη κατάσταση υπαρξιακής έντασης και αμφισημίας. Ακόμα και με μια επιπόλαιη ματιά στη ζωή μας εύκολα εντοπίζουμε καταστάσεις όπου έχουμε νιώσει αντικείμενα, π.χ. ως παιδιά, στο απόλυτο έλεος των γονιών μας και του σχολείου· ως μέλη μιας ομάδας, στην οποία τσουβαλιαζόμαστε στερεοτυπικά ως σκέτοι αριθμοί (εσείς οι γκέι/γυναίκες/Αλβανοί)· ως άθλια αμειβόμενοι αντικαταστάσιμοι εργαζόμενοι χωρίς δικαιώματα. Ταυτόχρονα, νιώθουμε ότι είμαστε υποκείμενα, αυτόνομα δρώντες οργανισμοί με ελεύθερη βούληση, που καθορίζουμε το περιεχόμενο της ζωής μας – από το τι θα φάμε και τι θα φορέσουμε μέχρι το αν και ποιον θα παντρευτούμε. Εμείς δεν το καθορίζουμε; Σε ποιον βαθμό; Δεν θα υπεισέλθω στην ερριμενότητα, δηλαδή τις ρητές, άρρητες και υπόρρητες εσωτερικές συντεταγμένες και περιορισμούς που μας έχει θέσει το φιλοσοφικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ανατραφήκαμε, για λόγους έκτασης.

Αυτή η φιλοσοφική αναρώτηση έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις την ώρα της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Ως ψυχοθεραπευτές συχνά ενθαρρύνουμε τις θεραπευόμενές μας ν’ αναγνωρίσουν τα συναισθήματά τους, τις πράξεις τους και τις επιλογές τους και ν’ αναλάβουν την ευθύνη για αυτά, ούτως ώστε μέσα από τη δική τους υποκειμενική δράση να βελτιώσουν τον εαυτό τους και τη ζωή τους. Όμως τι γίνεται όταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν οι θεραπευόμενές μας είναι νοσηρό με τρόπο που καμία υποκειμενική δράση δεν μπορεί να το αλλάξει; Φερειπείν, η φτώχεια επιδρά στον ψυχισμό μας και την ίδια τη δυνατότητα επιλογής με τρόπους που είναι πέρα από τις δυνάμεις μας ν’ αλλάξουμε. «Η αργή βία της φτώχειας μάς βλάπτει εξίσου αποτελεσματικά όσο και οι σωματικές τοξίνες», γράφει ο ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας Βίνσεντ Ντήρυ στο How We Break και συνεχίζει, παραθέτοντας τις μελέτες των Τζένιφερ Σήχυ-Σκέφινγκτον και Τζέσικα Ρήα: Η ένδεια επηρεάζει τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων· τα άτομα που αντιμετωπίζουν φτώχεια και ένδεια έχουν πολύ στενεμένο χρονικό ορίζοντα και γεωγραφικό πλαίσιο αναφοράς, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις τους να αφορούν αποκλειστικά το εδώ και τώρα· αδυνατούν να συνυπολογίσουν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες. Αυτή η συρρίκνωση του χρονικού ορίζοντα και η συνακόλουθη μεταβολή της δυνατότητας λήψης αποφάσεων επιβεβαιώνεται και σε πειραματικές συνθήκες: ακόμα και εύποροι άνθρωποι, στους οποίους τεχνητά προκλήθηκαν συναισθήματα ένδειας και κοινωνικής απόγνωσης, βίωσαν αυτήν την υπαρξιακή συρρίκνωση και άλλαξαν τα κριτήρια λήψης αποφάσεων: το μόνο που έχει σημασία είναι να αντέξουν, να βγάλουν τη μέρα.

Πολλοί από εμάς ζητάμε από τους θεραπευόμενούς μας να κάνουν όλη την ψυχοθεραπευτική δουλειά οι ίδιοι ώστε να νιώσουν καλύτερα, ν’ αναπτύξουν ψυχική ανθεκτικότητα, μια νέα ματιά στα πράγματα· σπάνια, τους ενθαρρύνουμε ν’ αλλάξουν τα πράγματα και όχι τους ίδιους, δηλαδή ν’ αναγνωρίσουν ότι κάποιες συνθήκες (μια δουλειά, μια οικογένεια, μια χώρα) θα συνεχίσουν να τους επιβαρύνουν και να τους βλάπτουν όση δουλειά κι αν κάνουν με τον εαυτό τους. Δεν αναγνωρίζουμε ότι ενίοτε η λύση δεν έγκειται στην προσωπική δουλειά με τον εαυτό μας (ψυχοθεραπεία) αλλά στην εξωτερική δράση: ν’ αλλάξω όχι εμένα αλλά τις συνθήκες στην εργασία (π.χ. απεργίες, καταγγελίες, παραίτηση, σαμποτάζ), στην οικογένεια (ν’ απομακρυνθώ τελείως, να κόψω κάθε επαφή με μια κακοποιητική συγγενή), στη χώρα μου (να συσπειρωθώ σε συλλογικότητες, να μεταναστεύσω σε άλλη πόλη ή σε κάποια πιο ευνομούμενη ή πετυχημένη χώρα). Γιατί να νιώθω καλά (και να έχω την αποκλειστική ευθύνη να νιώσω καλύτερα) αν καθημερινά αναγκάζομαι να περνάω ένα δίωρο σε άθλια κι επικίνδυνα μέσα μαζικής μεταφοράς για να πάω σε μια κακοπληρωμένη δουλειά χωρίς εργασιακή προστασία; Γιατί να είναι δική μου ευθύνη το πώς θα πηγαίνω στη δουλειά χωρίς να επιβαρύνομαι ψυχικά και σωματικά σε ένα κράτος, που αποδεδειγμένα εδώ και δεκαετίες αδιαφορεί παντελώς για το πώς μετακινούνται οι πολίτες; Γιατί να φοβάμαι να μπω σε τρένα και να πρέπει να διαχειριστώ εγώ τον φόβο μου στην ψυχοθεραπεία μου; Γιατί ο ψυχοθεραπευτής μου να επικεντρώνεται στα συναισθήματά μου και όχι στο πώς μπορώ να δράσω συλλογικά ώστε να βελτιωθούν τα ΜΜΜ; Γιατί αν εργάζομαι σε μια εταιρεία όπου θεσμικά υφίσταμαι ψυχολογική βία ή/και απαξίωση (παράνομα ωράρια, υποτίμηση, άσχημες συνθήκες εργασίας, ανεπαρκείς μισθοί) ενθαρρύνομαι στην ψυχοθεραπεία μου μόνο να επεξεργαστώ τα συναισθήματά μου, να ενδυναμωθώ και άντε το πολύ ν’ αναζητήσω άλλη δουλειά, που στην καλύτερη περίπτωση θα είναι μια βελτιωμένη εκδοχή της ίδιας εργασιακής κόλασης; Πόσες από εμάς τις επαγγελματίες ψυχικής υγείας ενθαρρύνουμε (ή έστω αναφέρουμε) την κοινωνική δράση αντί για την ατομική δουλειά με τον εαυτό, ούτως ώστε ο εαυτός να επιβαρύνεται λιγότερο από το περιβάλλον του; Πόσοι από εμάς έχουμε ασπαστεί, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, αυτή την ευθυνοποίηση της ύπαρξής μας και τη μεταλαμπαδεύουμε στους θεραπευόμενούς μας; Και σε τελική ανάλυση, πόσο εξυπηρετεί το συνολικότερο σύστημα το κάθε άτομο ν’ ασχολείται μόνο με τα του κήπου του;

Το να είμαστε καλά δεν είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη. Στον βαθμό που το πιστεύουμε αυτό, ενδίδουμε σε αυτό που ο Σαρτρ αποκαλεί κακή πίστη: μόνο υπέρβαση ή μόνο γεγονότητα. Στην εποχή του, ο Σαρτρ θεωρούσε μέγα κίνδυνο για μια μη αυθεντική ζωή το να παραδοθούμε πλήρως στη γεγονότητα και την ερριμενότητά μας, μην αναγνωρίζοντας την υπέρβασή μας, δηλαδή τη δυστυχώς μερική δυνατότητα ν’ ασκούμε την ελευθερία στην οποία είμαστε καταδικασμένοι. Στις μέρες μας, κρίνω ότι ελλοχεύει ο αντίθετος κίνδυνος: να εγκλωβιστούμε σε μια ακραιφνή υπέρβαση – όλα εξαρτώνται από τον εαυτό μας. Η θέση μας, η αναπόδραστη, άβολη, αγωνιώδης θέση μας είναι πάνω στην αμφίσημη και γι’ αυτό οδυνηρή κόψη του ξυραφιού: και υποκείμενα που ορίζουμε την πορεία μας και αντικείμενα που παθαίνουμε ό,τι πετάει πάνω μας το περιβάλλον μας. Ως ψυχοθεραπεύτριες χρειάζεται ν’ αναδείξουμε αυτή την αγωνιώδη αμφισημία και να βοηθήσουμε τους θεραπευόμενούς μας να πάψουν να κατηγορούν τον εαυτό τους ότι εκείνοι δεν έχουν δουλέψει αρκετά με τον εαυτό τους για να σταματήσει να τους ενοχλεί η βλαπτική συμπεριφορά του αφεντικού, του γονιού ή του κράτους και ν’ αναγνωρίσουν ότι αυτή η συμπεριφορά καλά κάνει και τους ενοχλεί, πρέπει να τους ενοχλεί κι ο μόνος τρόπος για να πάψει να τους ενοχλεί είναι ή ν’ απομακρυνθούν από αυτήν (με το αντίστοιχο κόστος) ή ν’ αποδεχτούν αυτήν την ενόχληση ως μέρος μιας αναγκαστικής γεγονότητας ή να εναντιωθούν σε αυτήν με εξωτερική δράση – όχι να γίνουν οι ίδιοι πιο ανθεκτικοί.

Όπως έχω επισημάνει στο άρθρο μου «Resilience: Ή πώς να ρίχνουμε ξύλο στον εαυτό μας», η ψυχική ανθεκτικότητα τραγικά συχνά, χρησιμοποιείται ως κομψή δικαιολογία ανοχής σε κακοποιητικές καταστάσεις. Είναι ένα ακόμα εργαλείο του καπιταλισμού και της θετικής ψυχολογίας να μετατοπίσουμε το κέντρο βάρους στο άτομο και όχι στο σύνολο που νοσεί. Όμως η ψυχοθεραπεία ποτέ δεν είναι μόνο ατομική δουλειά· κανένας μας δεν είναι μόνο άτομο, ειδικά όσον αφορά την κοινωνική καταπίεση. Όλες μας είμαστε ταυτόχρονα μέλη ευρύτερων συνόλων: οικογένεια, χώρος εργασίας, γειτονιά, πόλη, χώρα κτλ. Αν νοσεί το περιβάλλον μου, πώς εγώ μόνος μου με τη δική μου ατομική δουλειά θα είμαι καλά μέσα σε αυτό; Όση καταπληκτική δουλειά να κάνω με τον εαυτό μου στην ψυχοθεραπεία μου, αν το βράδυ επιστρέφω σ’ ένα σπίτι που με κακοποιούν δεν γίνεται να είμαι καλά. Πολλές φορές, οι προσπάθειές μου να βάλω τέλος στην κακοποίηση δεν πετυχαίνουν γιατί, πολύ απλά, οι άλλοι άνθρωποι δεν θέλουν το καλό μου κι εγώ δεν έχω θεϊκές δυνάμεις. Η μοναδική λύση σε τέτοιες κακοποιητικές καταστάσεις, όταν παρά τις προσπάθειές μου η κακοποίηση δεν σταματά, είναι το ν’ αποχωρήσω, όχι το να επιδείξω ανθεκτικότητα. Κι ακριβώς επειδή πολύ συχνά το ν’ αποχωρήσω από μια τοξική σχέση μ’ έναν γονιό ή από μια φριχτή δουλειά όταν δεν έχω εύκολες εναλλακτικές είναι κάτι πραγματικά δύσκολο, απαιτώ από τον εαυτό μου να πιεστεί να παραμείνει και μάλιστα να μη μ’ επηρεάζει από πάνω. «Αφού ξέρω ότι πάντα έτσι φέρεται η μάνα μου, δεν μπορώ να μάθω να μη μ’ επηρεάζει η συμπεριφορά της;» Όχι, ξεκάθαρα όχι! Είναι σαν να ζητάω απ’ τον εαυτό μου όταν με χαρακώνουν, εγώ να μην αιμορραγώ γιατί κατανοώ, με τη λογική, τους λόγους που συμβαίνει ό,τι συμβαίνει. Δηλαδή, εκλογικεύω τη βία που υφίσταμαι. Ζητάω απ’ τον εαυτό μου να μετατοπιστεί, ν’ αλλάξω εγώ τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα. Μερικές φορές, όμως, δεν πρέπει ν’ αλλάξω τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, αλλά τα ίδια τα πράγματα – ή ν’ απομακρυνθώ από αυτά.

Όπως σημειώνει ο Ντήρυ: «Υπάρχουν συνθήκες στις οποίες απαιτείται τεράστια προσπάθεια προκειμένου να έχεις μια θετική εικόνα για τον εαυτό σου και υπάρχουν συνθήκες όπου αυτό είναι απολύτως αδύνατο». Τέτοιες συνθήκες, δυστυχώς, δεν είναι τόσο σπάνιες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η λύση δεν μπορεί να είναι μόνο εσωτερική (με τον εαυτό μας στην ψυχοθεραπεία) αλλά και εξωτερική (προετοιμασία της απομάκρυνσης ή/και κοινωνική/συλλογική δράση).

Βιβλιογραφία

  • Beauvoir, Simone de. (2018). The Ethics of Ambiguity. (Translated by Bernard Frechtman). New York, NY: Open Road Integrated Media, Inc.
  • Deary, Vincent. (2024). How We Break: Navigating the Wear and Tear of Living. London: Allen Lane.
  • Επίκτητος. Εγχειρίδιον. (2014). (Μτφ. Αλέξανδρος Βέλλιος). Αθήνα: Ροές.
  • Καλοβυρνάς, Λύο. (2023, Ιούνιος). Resilience: Ή πώς να ρίχνουμε ξύλο στον εαυτό μας Ανακτήθηκε στις 24/3/2025: https://lyo.gr/articles/
  • Le Bon, Daniel. (2004). L’agir libre: l’éleuthéropédie. Essai. Paris: Compagnie littéraire.
  • Mill, John Stuart. (2023). On Liberty and Other Writings: Texts, Commentaries. Edited by Nadia Urbinati. New York, N.Y.: W. Norton and Company.
  • Rose, Nikolas S. (1990). Governing the Soul: The Shaping of the Private Self. London:
  • Sheehy-Skeffington, Jennifer & Rea, Jessica. (2017). How Poverty Affects People’s Decision-making Processes. K.: Joseph Rowntree Foundation.
Picture of Λύο Καλοβυρνάς
Λύο Καλοβυρνάς

Είμαι ψυχοθεραπευτής και σύμβουλος ψυχικής υγείας (counsellor), με τετραετείς σπουδές στο Κέντρο Ψυχοκοινωνικών Προσεγγίσεων και το Ελληνικό Κέντρο Focusing. Επίσης, είμαι πιστοποιημένος ψυχοθεραπευτής ζευγαριών (couples therapist) με τη μέθοδο EFT (Emotionally Focused Therapy) από το Ελληνικό Κέντρο Focusing, με πιστοποίηση από το Διεθνές Κέντρο Ποιότητας EFT (ICEEFT, Canada).